- ευδιακριτόθετον
- εὐδιακριτόθετον, τὸ (Μ)σαφής εξήγηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδιάκριτος + θετόν (< τίθημι). Ουδ. τού επιθ. ευδιακριτόθετος που έλαβε τη σημασία τών αφηρημένων ουσ. (πρβλ. το πολυάνθρωπον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυάνθρωπος — η, ο / πολυάνθρωπος, ον, ΝΜΑ αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη συγκέντρωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάνθρωπο το να… … Dictionary of Greek